- τεθεωρημένως
- θεωρέωto be aperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεθεωρημένως — ΜΑ επίρρ. με προσεκτική εξέταση, με περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεθεωρημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. θεωρῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek